-
1 αμφιβολία
ἀμφιβολίᾱ, ἀμφιβολίαstate of being attacked on both sides: fem nom /voc /acc dualἀμφιβολίᾱ, ἀμφιβολίαstate of being attacked on both sides: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀμφιβολίαι, ἀμφιβολίαstate of being attacked on both sides: fem nom /voc plἀμφιβολίᾱͅ, ἀμφιβολίαstate of being attacked on both sides: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αμφιβολια
ион. ἀμφιβολίη ἥ1) затруднительное положение, замешательство Plut., Luc.2) двусмысленность Arst., Plut.3) сомнительность, неясность Sext.εἰς ἀμφιβολίαν τίθεσθαί τι Plut. — подвергать что-л. сомнению
-
3 ἀμφιβολία
ἀμφιβολία, ας, ἡ (cp. ἀμφιβάλλω; Hdt. et al. in var. mngs.; Aristot.; SIG 827 Tit. F col. V, 6; PLond 1716, 8 [VI A.D.]; Jos., Bell. 3, 434; Ath. 11, 2, R. 60, 15) a quarrel ἀ. ἔχειν μετά τινος D 14:2. B. 1244. -
4 αμφιβολία
η сомнение; колебание;χωρίς αμφιβολία — или άνευ αμφιβολ(ας — без сомнения;
χωρίς ( — или δίχως) την παραμικρή αμφιβολία — без тени сомнения; — вне всякого сомнения;
έχω αμφιβολίες — испытывать сомнение;
δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι... — нет никакого сомнения в том, что...
-
5 ἀμφιβολία
Βλ. λ. αμφιβολία -
6 ἀμφιβολίᾳ
Βλ. λ. αμφιβολία -
7 αμφιβολία
ηZweifel m -
8 αμφιβολία
[амфиволиа] ουσ. Θ. сомнение.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμφιβολία
-
9 αμφιβολία
[амфиволиа] ουσ θ сомнение. -
10 ἀμφιβολία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιβολία
-
11 ἀμφιβολία
ἀμφι-βολία, (1) Zweideutigkeit, Doppelsinn. (2) zweifelhafte Lage, Verlegenheit -
12 αμφιβολία
kuşku, şüphe, (tereddüt) -
13 αμφιβολία
doute -
14 αμφιβολία
wątpliwość (f) rzecz. -
15 αμφιβολία
1) nejistota2) pochyba3) pochybnost -
16 αμφιβολία
doubtΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αμφιβολία
-
17 χωρίς την παραμικρή αμφιβολία
sense cap mena de dubteGriechisch-Katalanisch Wörterbuch > χωρίς την παραμικρή αμφιβολία
-
18 kuşku
αμφιβολία, (para)επιφύλαξη, αμφισβήτηση -
19 doute
αμφιβολία -
20 nejistota
αμφιβολία
См. также в других словарях:
ἀμφιβολία — ἀμφιβολίᾱ , ἀμφιβολία state of being attacked on both sides fem nom/voc/acc dual ἀμφιβολίᾱ , ἀμφιβολία state of being attacked on both sides fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιβολίᾳ — ἀμφιβολίαι , ἀμφιβολία state of being attacked on both sides fem nom/voc pl ἀμφιβολίᾱͅ , ἀμφιβολία state of being attacked on both sides fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… … Dictionary of Greek
αμφιβολία — η αβεβαιότητα, δισταγμός: Η αμφιβολία είναι η μητέρα της μάθησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμφιβολίας — ἀμφιβολίᾱς , ἀμφιβολία state of being attacked on both sides fem acc pl ἀμφιβολίᾱς , ἀμφιβολία state of being attacked on both sides fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιβολίαι — ἀμφιβολία state of being attacked on both sides fem nom/voc pl ἀμφιβολίᾱͅ , ἀμφιβολία state of being attacked on both sides fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιβολίαν — ἀμφιβολίᾱν , ἀμφιβολία state of being attacked on both sides fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιβολιῶν — ἀμφιβολία state of being attacked on both sides fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιβολίαις — ἀμφιβολία state of being attacked on both sides fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιβολίην — ἀμφιβολία state of being attacked on both sides fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιβολίῃ — ἀμφιβολία state of being attacked on both sides fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)